- τρόφημα
- τρόφ-ημα, [full] ατος, τό,A f.l. for ῥυφ-, Hp.Fist.7; for ῥοφ-, Cael.Aur.TP4.8 (both pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λέσχημα — λέσχημα, τὸ (Α) φλυαρία, κουτσομπολιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέσχη + κατάλ. ημα (πρβλ. δρόμος: δρόμημα, τροφή: τρόφημα)] … Dictionary of Greek
ԲՈՒԾՈՒՄՆ — (ծման.) NBH 1 511 Chronological Sequence: Unknown date, 13c գ. τρόφημα nutritio, almentum Դարման, սնունդ. *(Արարին) խրճիթս առ ʼի բուծումն աղքատաց. Ճ. ՟Գ.: *Միշտ զձեռս արիւնաթաթախ առնելով, որ առ ʼի բուծումն են գործարանքն. Պրոկղ. ծն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)